- Χρύσας
- Χρύσᾱς , Χρύσηfem acc plΧρύσᾱς , Χρύσηfem gen sg (doric aeolic)Χρύσᾱς , Χρύσηςmasc acc plΧρύσᾱς , Χρύσηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσᾶς — χρῡσᾶς , χρύσεος golden fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dittaino — Mouth Simeto River Basin countries Sicily Length 105 km Source elevation Avg. discharge … Wikipedia
Chrysas (Mythologie) — Münze aus Assorus. Revers Chrysas Chrysas (griechisch Χρύσας) ist in der griechischen Mythologie ein Flussgott des Flusses Chrysas in Sizilien. Cicero und Silius Italicus berichten davon … Deutsch Wikipedia
Papyrus 98 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 98 … Deutsch Wikipedia
CREPUNDIA — dicta sunt quibus infantes expositi vel adulti ludebant. Iis enim, qui exponebantur, Crepundia, quibus agnoscerentur grandaevi, addi solebant, seu γνωρίσματα, raro nudis relictis. Monumenta Terentio, Eun. Act. 4. sc. 6. v. 15. In quae verba… … Hofmann J. Lexicon universale
θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο … Dictionary of Greek
σημαία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησαν εφημερίδες το 1871 (Αθήνα και Λευκάδα), 1875 (Ερμούπολη), 1880 (Αθήνα), 1882 (Χαλκίδα) 1885 (Βόλος), 1886 (Αθήνα), 1887 (Αθήνα) 1905 (Νέα Υόρκη), 1908 (Καβάλα), 1913 (Αθήνα, Καλαμάτα)… … Dictionary of Greek
Μουσείο Βορρέ (Παιανία Αττικής) — Η συλλογή σύγχρονης ελληνικής τέχνης και λαογραφίας του συλλέκτη και πρώην δημάρχου Παιανίας Ίωνα Βορρέ εκτίθεται σε ένα συγκρότημα παλαιών και νέων κτιρίων με κήπους και αυλές, συνολικής έκτασης 18 στρεμμάτων, στις ανατολικές παρειές του Υμηττού … Dictionary of Greek
ГНЕВ — [греч. ορϒὴ, θυμός, лат. furor], 1. Г. Божий; 2. Страстная раздражительность, один из основных человеческих пороков. В НЗ и у св. отцов чаще встречается слово ορϒὴ (напр., сущ.: Мк 3. 5; Иак 1. 19; Кол 3. 8; 1 Тим 2. 8; Еф 4. 31; прил. ὀρϒίλον:… … Православная энциклопедия